σαλπιγκτής — trumpeter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση … Dictionary of Greek
σαλπιγκταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτοῦ — σαλπιγκτής trumpeter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτῇ — σαλπιγκτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτήν — σαλπιγκτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτῶν — σαλπιγκτής trumpeter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl σαλπικτής trumpeter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl σαλπικτής trumpeter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)